- χειμάρρους
- χείμαρροςwinter-flowingmasc/fem acc plχειμάρρουςmasc/fem nom plχειμάρρουςmasc/fem nom/voc sgχειμάρρουςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χειμάρρους — Χείμαρρος winter flowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρρουν — χειμάρρους masc/fem acc sg χειμάρρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρροι — χειμάρρους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
χειμάρροις — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl χειμάρρους masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρροον — χειμάρροος winter flowing masc/fem acc sg χειμάρροος winter flowing neut nom/voc/acc sg χειμάρρους masc/fem acc sg χειμάρρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάρρου — χείμαρρος winter flowing masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg χειμάρρους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)